Dictionary of Greek. 2013.
χαρακοειδής — ές, Μ όμοιος με χάρακα. επίρρ... χαρακοειδῶς Α με χαρακοειδή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, ακος + ειδής*] … Dictionary of Greek